κλότιον

κλότιον
κλότι-ον, τό, or [suff] κλότι-ος, , a kind of
A vessel or basket,

μήκων ἐν κλοτίῳ PSI4.428.2

, cf. 51 (iii B.C., nisi leg. κλουίον).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλότιον — κλότιον, τὸ, και κλότιος, ὁ (Α) είδος αγγείου ή καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λήμμα αμφίβολης γνησιότητας και άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”